Εγκλωβισμένοι. Στη σιωπή μας, στη δυσκολία μας, στην αναπαραγωγή βιωμάτων, ίδιων τρόπων, στις σκέψεις μας, σε σενάρια και σε διλήμματα που κάποτε μας ακινητοποιούν, κάποτε μας θυμώνουν και κάποτε μας πνίγουν. Κι έτσι άλλοτε νιώθουμε κολλημένοι, έρμαια ανεξέλεγκτων παραγόντων, άλλοτε μοιάζει να μαχόμαστε συνεχώς ένα φάντασμα και άλλοτε βλέπουμε την απόδραση, τη φυγή ως τη μοναδική διέξοδο σωτηρίας. Τι θα συμβεί αν βγούμε από αυτές τις εγκλωβιστικές δεσμεύσεις; Πόσο φοβερή μπορεί να μοιάζει μια άγνωστη ελευθερία;
Όλες αυτές οι επώδυνες καταστάσεις στις οποίες παγιδεύουμε τον εαυτό μας κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Για να καταφέρουμε όμως να σπάσουμε αυτό τον φαύλο κύκλο δυσκολίας, χρειάζεται μια σημαντική και τολμηρή συνειδητοποίηση. Είναι να κατανοήσουμε την προσωπική μας ευθύνη να επιτρέψουμε και άλλες διεξόδους, να αποδεχτούμε ότι ίσως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αναγνώσουμε την εμπειρία μας και να ανταποκριθούμε. Να επιλέξουμε πως θα τοποθετηθούμε, ποιον τρόπο θέλουμε αλλά και αντέχουμε κι ύστερα να τολμήσουμε να αποφασίσουμε την αλλαγή που επιθυμούμε. Και μπαίνοντας σ’αυτή τη δράση, είναι να αναλάβουμε και την ευθύνη μας να δημιουργήσουμε και να ζήσουμε τη δική μας προσωπική αλήθεια. Μια απόφαση που κάθε άλλο παρά απλή κι εύκολη είναι. Χρειάζεται μια πολύ προσωπική κι ουσιαστική διερεύνηση για να δούμε τα σχήματα που επαναλαμβάνουμε και τη σημασία που έχουν για μας. Κι ύστερα, να δοκιμάσουμε και να φτιάξουμε νέα, δικά μας.
Πόσο μπορεί να μας τρομάζει μια νέα ανάγνωση, μια καινούρια κι άγνωστη κατασκευή; Πόσο οικείος κι ασφάλης μπορεί να μοιάζει ο τόσο γνωστός κι επώδυνος εγκλωβισμός; Πόσο ελκυστική μπορεί να είναι μια φυγή; Τι χρειάζεται προκειμένου να μείνουμε και να αντέξουμε να είμαστε και καλά; Πως μπορεί να νιώθουμε αντικρίζοντας την ευθύνη, όχι μόνο να αντέχουμε τις δυσκολίες αλλά και να πετυχαίνουμε και να είμαστε καλά; Ψάχνοντας και φτιάχνοντας τον δικό μας τρόπο, κάτι που αποτελεί μια μάλλον απαιτητική και δύσκολη διαδικασία, μπορούμε μαζί να γεφυρώσουμε αυτό το αντιλαμβανόμενο χάσμα ανάμεσα στο οικείο και το άγνωστο, κι έτσι το καινούριο να μην μοιάζει πια τόσο απειλητικό.
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τειχη.Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη°διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω.Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον,
Ανεπαισθήτως μ’έκλεισαν από τον κόσμον έξω.»(Κ. Π. Καβάφης «τα τείχη»)
από τη Μαρήλια Τσαχάλη,
Ψυχολόγο, Συστημική-Οικογενειακή Σύμβουλο